- θεοσοφία
- Η γνώση των θείων πραγμάτων που αποκτάται με έμπνευση, η οποία προέρχεται από τον Θεό. Μία τέτοια γνώση όμως δεν αποτελεί το τέρμα της αναζήτησης, όπως συμβαίνει με τη θεολογία, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύει ένα πηγαίο απόκτημα, που προέρχεται από τον Θεό και επιβάλλεται με άμεση ενόραση. Αντίθετα όμως με τον μυστικιστή, ο θεόσοφος δεν σταματά σε αυτή, αλλά τη συνδυάζει με την επιστημονική (ή παρεπιστημονική) γνώση. Με την έννοια αυτή θεόσοφοι ήταν ο Παράκελσος, ο Μάιστερ Έκαρτ, ο Γιάκομπ Μπέμε και ο Χ.Κ. Αγρίππας φον Νετεσχάιμ. Επίσης έχει συχνά υπογραμμιστεί η παρουσία θεοσοφικών στοιχείων σε έργα πολλών στοχαστών του ρομαντισμού (Χάμαν, Χέρντερ, Γιακόμπι, Φραντς φον Μπάαντερ, Χέγκελ) ακόμα και στον Καντ.
Κατά τα τέλη του 19ου αι. ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί η Θεοσοφική Εταιρεία. Σύμφωνα με τις απόψεις των οπαδών της, όλες οι θρησκείες έχουν ένα μέρος αλήθειας από τη μοναδική θεία αλήθεια, η οποία έχει γίνει γνωστή ανά τους αιώνες στους μεγάλους μύστες, ενώ η Ινδία είναι η χώρα στην οποία ζουν ακόμα μερικοί από αυτούς. Αυτό εξηγεί γιατί η εταιρεία, που ίδρυσε στη Νέα Υόρκη o Χένρι Σ. Όλκοτ και η Ελένα Πετρόβνα Μπλαβάτσκι, μεταφέρθηκε αργότερα στην Ινδία, όπου σημείωσε μεγάλη πρόοδο χάρη στη δραστηριότητα της Άννας Μπέζαντ.
* * *η (Α θεοσοφία) [θεόσοφος]η γνώση τών θείων πραγμάτων, η θεία σοφίανεοελλ.(φιλοσ.)1. φιλοσοφικοθρησκευτική δοξασία κατά την οποία ο άνθρωπος ως πνευματικό ον αποτελείται από την ίδια ουσία με τον θεό, με τον οποίο επιδιώκει να επικοινωνήσει2. σύστημα θεολογικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας το οποίο προσπαθεί να συνενώσει όλες τις θρησκείες με την επιστήμη.
Dictionary of Greek. 2013.